νεοκώμιος

νεοκώμιος
-ια, -ο, θηλ. και -ος
φρ. «νεοκώμια βαθμίδα» και «νεοκώμια εποχή»
γεωλ. ομάδα βαθμίδων τού κατώτερου κρητιδικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ., πρβλ. γαλλ. neocomien < Neocomius, λατ. μορφή τού σημ. Neuchatel, περιοχής της δυτικής Ελβετίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”